Τα αστικά στερεά απορρίμματα (ΑΣΑ) αποτελούν μια από τις σημαντικότερες αιτίες υποβάθμισης του ελληνικού αστικού και φυσικού περιβάλλοντος με επιπλέον επιπτώσεις οικονομικές και κοινωνικές, απειλώντας την υγεία των πολιτών. Το μέγεθος του προβλήματος φαίνεται χαρακτηριστικά από τις κοινωνικές αντιδράσεις και συγκρούσεις, που παρουσιάζονται σε πολλές περιοχές της χώρας.
Η ετήσια ποσότητα των ΑΣΑ στην Ελλάδα είναι σχεδόν 500 κιλά ανά κάτοικο. Αυτά καταλήγουν είτε σε εκατοντάδες ανεξέλεγκτες χωματερές (ΧΑΔΑ: χώροι ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων) είτε σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ), ενώ η ποσότητα των ΑΣΑ που ανακυκλώνονται ή επαναχρησιμοποιούνται είναι ελάχιστη.
Στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης για τη διαχείριση των ΑΣΑ τίθενται μερικά ερωτήματα:
- Υπάρχει επιστημονική και θεσμική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ;
- Τι σχέση έχουν αυτές οι μέθοδοι με την πολυαναφερόμενη πράσινη ανάπτυξη;
- Ποιες είναι οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών των μεθόδων και των προτεινόμενων λύσεων;
- Η διαχείριση των ΑΣΑ είναι προτιμότερο να γίνεται από δημόσιους - αυτοδιοικητικούς φορείς ή από ιδιωτικές επιχειρήσεις;
- Η καλύτερη οικονομικά και περιβαλλοντικά λύση θα είναι και κοινωνικά δίκαιη ή θα οδηγήσει σε κέρδη για λίγους και επιπλέον βάρη στους πολλούς και μάλιστα εν μέσω οικονομικής κρίσης;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, που επιχειρείται να απαντηθούν στο κείμενο, που ακολουθεί.
Ποια είναι η επιστημονική και θεσμική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ;
Το πρώτο θεμελιώδες δεδομένο, που συνήθως διαφεύγει ή και επιμελώς αποκρύπτεται στο δημόσιο διάλογο είναι το γεγονός ότι υπάρχει ιεράρχηση και σειρά προτεραιότητας για τις μεθόδους διαχείρισης των ΑΣΑ. Η ιεράρχηση αυτή προέκυψε έπειτα από δεκαετίες επιστημονικών ερευνών (στο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό πεδίο), αναδείχθηκε από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και τελικά υιοθετήθηκε και συμπεριλαμβάνεται στη νομολογία τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των κρατών-μελών.
Η υπάρχουσα επιστημονική και θεσμική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ είναι η εξής:
1. Μείωση - Πρόληψη
2. Επαναχρησιμοποίηση
3. Ανακύκλωση (συμπεριλαμβάνεται κομποστοποίηση - λιπασματοποίηση)
4. Θερμική επεξεργασία – καύση – αποτέφρωση – πυρόλυση - αεριοποίηση
5. Υγειονομική ταφή απορριμμάτων και υπολειμμάτων
Πρώτη λοιπόν προτεραιότητα είναι η ελαχιστοποίηση της ποσότητας των παραγόμενων στερεών απορριμμάτων με υλοποίηση πολιτικής που περιλαμβάνει δράσεις μείωσης των απορριμμάτων (πχ μείωση όγκου συσκευασιών). Μπορεί αυτή η μέθοδος της μείωσης - πρόληψης να λύσει όλο το πρόβλημα; Όχι βέβαια. Ένα μέρος μόνον της παραγωγής των απορριμμάτων μπορεί να αποφευχθεί.
Η δεύτερη κατά σειρά προτεραιότητας μέθοδος είναι η επαναχρησιμοποίηση (με πιθανή ανακατασκευή-επισκευή) όσων αστικών απορριμμάτων μπορούν να εισέλθουν ξανά στον οικονομικό κύκλο και να μην καταλήγουν στις χωματερές. Μπορούν αυτές οι δύο μέθοδοι της μείωσης - πρόληψης και της επαναχρησιμοποίησης να λύσουν όλο το πρόβλημα; Και πάλι όχι. Ένα μέρος μόνον της παραγωγής των απορριμμάτων μπορεί να αποφευχθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί.
Τρίτη μέθοδο κατά σειρά προτεραιότητας αποτελεί η ανακύκλωση όσων απορριμμάτων μπορούν να ανακυκλωθούν (χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο, κάποια πλαστικά, διάφορα μέταλλα κλπ) συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής κομπόστ - λιπάσματος από τα οργανικά απορρίμματα (κομποστοποίηση – λιπασματοποίηση). Μπορούν αυτές οι τρεις μέθοδοι της μείωσης – πρόληψης, της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης-κομποστοποίησης να λύσουν όλο το πρόβλημα; Όλο όχι, αλλά μπορούν να αντιμετωπίσουν περίπου το 90% του προβλήματος. Διότι τόσο είναι το ποσοστό των απορριμμάτων που μπορεί να αποφευχθεί, να επαναχρησιμοποιηθεί και να ανακυκλωθεί-κομποστοποιηθεί.
Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην τέταρτη μέθοδο, υπεισέρχεται ένα ακόμη θεμελιώδες δεδομένο, που και αυτό συνήθως διαφεύγει ή και επιμελώς αποκρύπτεται στο δημόσιο διάλογο. Είναι το γεγονός ότι εάν το 90% των ΑΣΑ αντιμετωπισθεί με τις τρεις προαναφερόμενες μεθόδους, τότε δεν απομένει τίποτα που να μπορεί να οδηγηθεί στα εργοστάσια θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ της τέταρτης μεθόδου, σε όποια της παραλλαγή ή όνομα: θερμική επεξεργασία – καύση – αποτέφρωση – πυρόλυση – αεριοποίηση –παραγωγή ενέργειας κλπ.
Η τέταρτη λοιπόν κατά σειρά προτεραιότητας μέθοδος των εργοστασίων θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ προϋποθέτει την πλήρη αποτυχία των τριών πρώτης προτεραιότητας μεθόδων: της μείωσης – πρόληψης, της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης-κομποστοποίησης.
Ως πέμπτη και τελευταία κατά σειρά προτεραιότητας μέθοδος ιεραρχείται η διάθεση των ΑΣΑ σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Η μέθοδος των ΧΥΤΑ αποτελεί τη χειρότερη λύση, αλλά γίνεται δεκτή προσωρινά (σε μεταβατική φάση), προκειμένου να σταματήσει άμεσα η λειτουργία των ανεξέλεγκτων χωματερών, των λεγομένων ΧΑΔΑ: χώροι ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων.
Στην πέμπτη μέθοδο εντάσσονται και οι χώροι υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Όμως στην ουσία δεν αποτελούν ξεχωριστή μέθοδο, αλλά συμπληρωματική των τεσσάρων πρώτων μεθόδων. Και αυτό γιατί όποια μέθοδος και αν ακολουθηθεί, πάντα απομένουν κάποια υπολείμματα, που δεν μπορούν να υποστούν καμία περαιτέρω επεξεργασία και άρα πρέπει να οδηγηθούν σε ΧΥΤΥ. Αυτά όμως μπορούν να είναι αδρανή υλικά, άρα ακίνδυνα και γι’ αυτό οι ΧΥΤΥ καμία σχέση δεν έχουν με τους ΧΥΤΑ (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι μόνο τα μη ανακτήσιμα και αδρανή απόβλητα πρέπει να γίνονται δεκτά σε ΧΥΤΥ). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι αν ένας ΧΥΤΑ κατασκευάζεται για να έχει 30 χρόνια ζωής, τότε ένας ίδιος ΧΥΤΥ θα έχει 300 χρόνια ζωής αν πχ δέχεται ως υπολείμματα το 10% των ΑΣΑ, που απομένουν μετά τις όποιες επεξεργασίες.
Τι σχέση έχουν αυτές οι μέθοδοι με την πολυαναφερόμενη πράσινη ανάπτυξη;
Για να εξετασθεί η σχέση των μεθόδων διαχείρισης ΑΣΑ με την πράσινη ανάπτυξη, χρειάζεται να είναι ξεκάθαρο τι εννοούμε με αυτόν τον όρο. Η έννοια της πράσινης ανάπτυξης έχει υποστεί διάφορες στρεβλώσεις (όπως και τόσες άλλες έννοιες), τόσο από αυτούς που θεωρούν ότι είναι έννοια – λάστιχο και άρα μπορούν να εντάσσουν σε αυτήν επιλογές κατά το δοκούν (ορθότερα κατά το συμφέρον τους), όσο και από αυτούς που θεωρούν ότι αποτελεί πολιτική ή κομματική τους ιδιοκτησία.
Η ανάπτυξη είναι πράσινη όταν στηρίζεται στην ενιαία και αδιαίρετη τριάδα των βασικών της πυλώνων: της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας περιβάλλοντος. Μια πολιτική, ένα σχέδιο, ένα πρόγραμμα, ένα έργο, μια δραστηριότητα είναι πράσινης ανάπτυξης όταν συμβάλλει και στους τρεις πυλώνες. Αν συμβάλλει μόνο στον έναν ή στους δύο πυλώνες, τότε μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο (μπορεί και επιθυμητό κατά τα άλλα), αλλά όχι πράσινης ανάπτυξης.
Εκτός όμως από την έννοια της πράσινης ανάπτυξης, στρεβλώσεις υφίστανται και οι έννοιες των τριών πυλώνων της. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να διευκρινισθεί συνοπτικά ότι:
α) η οικονομική ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με την οικονομική μεγέθυνση (πχ η εξοικονόμηση ενέργειας ή χρήση ΑΠΕ μπορεί να μην είναι οικονομική μεγέθυνση, αλλά είναι οικονομική ανάπτυξη)
β) η κοινωνική δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με την κοινωνική συνοχή (πχ η διανομή κάποιου παραγόμενου πλούτου με αναλογία: 60% επιχειρηματικά κέρδη - 40% μισθοί-φόροι κλπ, που εξασφαλίζει κάποιες θέσεις εργασίας, μπορεί να συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν είναι κοινωνική δικαιοσύνη)
γ) η προστασία του περιβάλλοντος αφορά το περιβάλλον ως σύνολο (και όχι προστασία ενός στοιχείου του περιβάλλοντος αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε κάποιο άλλο).
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να υπογραμμισθεί ένα ακόμη θεμελιώδες δεδομένο, που και αυτό συνήθως διαφεύγει ή και επιμελώς αποκρύπτεται στο δημόσιο διάλογο. Είναι η έννοια του εξωτερικού κόστους. Πρόκειται για το χρηματικό ποσό που πληρώνεται για την αντιμετώπιση των κοινωνικο-περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός προϊόντος, ενός έργου, μιας διαδικασίας κλπ (όπως ορίζεται από το διεθνώς αποδεκτό πρόγραμμα Externe της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Στο εξωτερικό κόστος ενσωματώνεται η αντιμετώπιση των επιπτώσεων που σχετίζονται (ενδεικτικά για το παρόν θέμα) με την κλιματική αλλαγή, τη δημόσια υγεία, τις επαγγελματικές ασθένειες, τις υλικές ζημίες κλπ. Το εξωτερικό κόστος δεν επιβαρύνει τα επιχειρηματικά κέρδη ούτε ενσωματώνεται στις τιμές των προϊόντων (μέχρι σήμερα), αλλά πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τους φόρους, που στη συντριπτική τους πλειονότητα καλύπτονται από τους εργαζόμενους και όχι από τα επιχειρηματικά κέρδη. Η αποσιώπηση λοιπόν του εξωτερικού κόστους κατά την οικονομική – κοινωνική - περιβαλλοντική αξιολόγηση των μεθόδων ΑΣΑ αποτελεί θεμελιώδες έλλειμμα στην επιστημονική προσέγγιση. Αντίθετα, ο συνυπολογισμός του εξωτερικού κόστους αποτελεί βασικό συστατικό των λεγόμενων «πράσινων λογαριασμών», που γίνονται στα πλαίσια της πράσινης ανάπτυξης.
Η σχέση λοιπόν, των μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ με την πράσινη ανάπτυξη, αφορά στον προσδιορισμό της επίδρασης της κάθε μεθόδου στην οικονομική ανάπτυξη, στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην προστασία περιβάλλοντος (στο καθένα χωριστά καθώς και στο σύνολο των τριών).
Ποια είναι η οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση αυτών των μεθόδων και των προτεινόμενων λύσεων;
Η πρώτη μέθοδος της μείωσης – πρόληψης των ΑΣΑ έχει διπλά θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις: αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα μη παραγόμενα ΑΣΑ ως απορρίμματα, αλλά και αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν αυτά τα ΑΣΑ κατά την παραγωγική διαδικασία και μεταφορά τους ως προϊόντα (οι πλαστικές σακούλες των supermarkets, διάφορες συσκευασίες και η κατάργησή τους είναι ενδεικτικά παραδείγματα). Έχει επίσης τριπλά θετικές οικονομικές επιπτώσεις: δυνατότητα μείωσης των τιμών ένεκα αποφυγής περιττών εξόδων (πχ συσκευασίας) με όφελος για τους καταναλωτές, αποφυγή του εξωτερικού κόστους που έχουν αυτά τα ΑΣΑ ως απορρίμματα και ως προϊόντα. Τα παραπάνω οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη εκ των πραγμάτων κατανέμονται κοινωνικά δίκαια.
Η δεύτερη μέθοδος της επαναχρησιμοποίησης των ΑΣΑ (με πιθανή ανακατασκευή-επισκευή αντικειμένων) έχει και αυτή διπλά θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις: αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα επαναχρησιμοποιούμενα ΑΣΑ ως απορρίμματα, αλλά και αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα νέα προϊόντα (που θα αντικαταστούσαν τα μη επαναχρησιμοποιούμενα ΑΣΑ) κατά την παραγωγική διαδικασία και μεταφορά τους (τα έπιπλα είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα). Έχει τετραπλά θετικές οικονομικές επιπτώσεις: α) δυνατότητα εξοικονόμησης εισοδήματος για τους πολίτες (τα επαναχρησιμοποιημένα προϊόντα είναι φθηνότερα), β) αποφυγή του εξωτερικού κόστους που έχουν αυτά τα ΑΣΑ ως απορρίμματα, γ) αποφυγή του εξωτερικού κόστους, ένεκα των επιπτώσεων των νέων προϊόντων, που δεν θα παραχθούν και δ) δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε τοπικό επίπεδο. Τα παραπάνω οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη εκ των πραγμάτων κατανέμονται κοινωνικά δίκαια και με αυτήν τη μέθοδο.
Η τρίτη μέθοδος της ανακύκλωσης (συμπεριλαμβανομένης της κομποστοποίησης-λιπασματοποίησης) έχει και αυτή διπλά θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις: αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα ανακυκλωμένα ΑΣΑ ως απορρίμματα, αλλά και αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα νέα προϊόντα, που δεν αξιοποιούν τα ανακυκλώσιμα υλικά των ΑΣΑ (ενδεικτικά παραδείγματα είναι το χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο). Οι όποιες εκπομπές ρύπων κατά την ανακύκλωση και μηχανική – βιολογική επεξεργασία είναι αμελητέες. Οι θετικές οικονομικές επιπτώσεις είναι πολύ μεγάλες (μείωση εξωτερικού κόστους, νέες θέσεις εργασίας) και ιδίως στον τομέα της εξοικονόμησης πόρων (πρώτες ύλες και ενέργεια). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με την ανακύκλωση υλικών εξοικονομείται ενέργεια από 50% (περίπτωση χαρτιού) μέχρι και 95% (περίπτωση αλουμινίου), που ξοδεύεται όταν κατασκευάζονται νέα υλικά από νέες πρώτες ύλες. Από το οργανικό υλικό που απομένει μπορεί να παραχθεί προϊόν για χρήση στη γεωργία ή ως εδαφοβελτιωτικό.
Το συνολικό κόστος επεξεργασίας των ΑΣΑ με αυτήν τη μέθοδο ανέρχεται περίπου στα 35 ευρώ ανά τόνο ΑΣΑ (ΣΣ: τα αναφερόμενα κόστη είναι ενδεικτικά και παρουσιάζονται μόνο για λόγους σύγκρισης), αν η μονάδα ιδρυθεί και λειτουργήσει από δημόσιο ή αυτοδιοικητικό φορέα, μη λαμβάνοντας υπόψη τα έσοδα από την πώληση και επιδότηση των ανακτώμενων υλικών και του παραγόμενου κομπόστ. Το κόστος ανεβαίνει στα 55 ευρώ ανά τόνο, αν η μονάδα ιδρυθεί και λειτουργήσει από ιδιωτική επιχείρηση (ΤΕΕ, «Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων στην Ελλάδα», 2006). Τα παραπάνω οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη μπορούν να κατανέμονται κοινωνικά δίκαια εφόσον η διαχείριση δεν γίνεται από ιδιωτική επιχείρηση.
Η τέταρτη μέθοδος της θερμικής επεξεργασίας – καύσης – αποτέφρωσης – πυρόλυσης – αεριοποίησης των ΑΣΑ έχει μεν θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ένεκα της αποφυγής των επιπτώσεων που θα είχαν τα ΑΣΑ αν οδηγούνταν σε χωματερή, αλλά οδηγεί σε νέες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αφορούν στην εκπομπή αέριων ρύπων, μετάλλων και ιδίως διοξινών και φουρανίων (τοξικές ουσίες, που μπορούν να προκαλέσουν μεταλλάξεις και τερατογενέσεις), καθώς και πολυαρωματικών ενώσεων (ουσίες καρκινογόνες και μεταλλαξιγόνες). Παρά την υπάρχουσα τεχνολογία αντιρύπανσης, καμία εγγύηση δεν υπάρχει για 100% απόδοση, ούτε βέβαια για την αποφυγή ατυχήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καύση απορριμμάτων είναι υπεύθυνη στο μεγαλύτερο ποσοστό παγκόσμια για τις εκπομπές διοξινών και φουρανίων στον αέρα και ιδίως σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, Καναδάς, ΗΒ, Ολλανδία, Δανία, Ελβετία, Ιαπωνία κλπ (UNEP, Dioxin and Furan Inventories, 1999).
Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της μεθόδου είναι αρνητικές και πολύ μεγάλες, αφού το συνολικό κόστος επεξεργασίας μπορεί να φθάσει (ανάλογα με την τεχνολογία) στα 130 ευρώ ανά τόνο ΑΣΑ (περίπου τετραπλάσιο κόστος σε σχέση με την ανακύκλωση), αν η μονάδα ιδρυθεί και λειτουργήσει από δημόσιο ή αυτοδιοικητικό φορέα. Επειδή λοιπόν οικονομικά η επένδυση είναι απαγορευτική για το δημόσιο και την αυτοδιοίκηση (ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης), προωθείται η λύση της ίδρυσης και λειτουργίας σχετικών μονάδων από ιδιωτικές επιχειρήσεις, οπότε το συνολικό κόστος επεξεργασίας μπορεί να φθάσει (ανάλογα με την τεχνολογία) στα 240 ευρώ ανά τόνο ΑΣΑ (ΤΕΕ, ό.π.). Δηλαδή, η λύση της θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ από ιδιωτική επιχείρηση είναι περίπου 7 φορές ακριβότερη από τη λύση της ανακύκλωσης από δημόσιο ή αυτοδιοικητικό φορέα.
Αναφέρεται το γεγονός της παραγωγής ενέργειας με τη μέθοδο αυτή και μάλιστα αντιμετωπίζεται ως ΑΠΕ (ανανεώσιμη πηγή ενέργειας), οπότε τυγχάνει και σχετικών οικονομικών προνομίων. Αποκρύπτεται όμως, ότι το εξωτερικό κόστος (υπολογιζόμενο σε ευρώ ανά κιλοβατώρα) παραγωγής ενέργειας με αυτή τη μέθοδο είναι όσο και το εξωτερικό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με λιγνίτη!
Η τέταρτη λοιπόν μέθοδος οδηγεί σε οικονομικά και περιβαλλοντικά βάρη, που πληρώνουν οι πολίτες (διαμέσου των ιδιαίτερα αυξημένων δημοτικών τελών για τη διαχείριση των ΑΣΑ και των φόρων που αντιστοιχούν στο εξωτερικό κόστος) και σε κέρδη για την επιχείρηση, που θα αναλάβει τη διαχείριση των ΑΣΑ.
Η πέμπτη μέθοδος της διάθεσης των ΑΣΑ σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) έχει γνωστές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (που αφορούν στο έδαφος, νερά και αέρα), καθώς και αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις (απαξίωση γης, πτώση βιοτικού επιπέδου κλπ) για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Τα οικονομικά και περιβαλλοντικά βάρη της μεθόδου πληρώνουν οι πολίτες διαμέσου των δημοτικών τελών για τη διαχείριση των ΑΣΑ και των φόρων που αντιστοιχούν στο εξωτερικό κόστος.
Συμπερασματικά
Μια πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης των αστικών στερεών απορριμμάτων (ΑΣΑ) με το χαμηλότερο κόστος, με τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, με την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος και με κοινωνικά δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου από τα ΑΣΑ (δηλαδή, μια πολιτική πράσινης ανάπτυξης) είναι αυτή που υλοποιείται με δημόσια-αυτοδιοικητική διαχείριση των ΑΣΑ και που βασίζεται στους τρεις άξονες: μείωση-πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση, έτσι ώστε μια πολύ μικρή ποσότητα αδρανών απορριμμάτων να καταλήγει σε χώρο υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ).
Επιπλέον, αυτή η πολιτική πράσινης διαχείρισης των ΑΣΑ αποτελεί μηχανισμό ανύψωσης του πολιτισμικού επιπέδου των πολιτών καλλιεργώντας τη συλλογικότητα, την ηθική και τις αξίες του «Εμείς» σε αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία του ατομισμού, του «Εγώ», που ενισχύεται ακόμα περισσότερο με πολιτικές κερδοσκοπικής διαχείρισης των ΑΣΑ σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Πηγή
Στα πλαίσια της δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης για τη διαχείριση των ΑΣΑ τίθενται μερικά ερωτήματα:
- Υπάρχει επιστημονική και θεσμική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ;
- Τι σχέση έχουν αυτές οι μέθοδοι με την πολυαναφερόμενη πράσινη ανάπτυξη;
- Ποιες είναι οι οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις αυτών των μεθόδων και των προτεινόμενων λύσεων;
- Η διαχείριση των ΑΣΑ είναι προτιμότερο να γίνεται από δημόσιους - αυτοδιοικητικούς φορείς ή από ιδιωτικές επιχειρήσεις;
- Η καλύτερη οικονομικά και περιβαλλοντικά λύση θα είναι και κοινωνικά δίκαιη ή θα οδηγήσει σε κέρδη για λίγους και επιπλέον βάρη στους πολλούς και μάλιστα εν μέσω οικονομικής κρίσης;
Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα, που επιχειρείται να απαντηθούν στο κείμενο, που ακολουθεί.
Ποια είναι η επιστημονική και θεσμική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ;
Το πρώτο θεμελιώδες δεδομένο, που συνήθως διαφεύγει ή και επιμελώς αποκρύπτεται στο δημόσιο διάλογο είναι το γεγονός ότι υπάρχει ιεράρχηση και σειρά προτεραιότητας για τις μεθόδους διαχείρισης των ΑΣΑ. Η ιεράρχηση αυτή προέκυψε έπειτα από δεκαετίες επιστημονικών ερευνών (στο οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό πεδίο), αναδείχθηκε από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα και τελικά υιοθετήθηκε και συμπεριλαμβάνεται στη νομολογία τόσο της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και των κρατών-μελών.
Η υπάρχουσα επιστημονική και θεσμική αξιολόγηση και ιεράρχηση των διαφόρων μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ είναι η εξής:
1. Μείωση - Πρόληψη
2. Επαναχρησιμοποίηση
3. Ανακύκλωση (συμπεριλαμβάνεται κομποστοποίηση - λιπασματοποίηση)
4. Θερμική επεξεργασία – καύση – αποτέφρωση – πυρόλυση - αεριοποίηση
5. Υγειονομική ταφή απορριμμάτων και υπολειμμάτων
Πρώτη λοιπόν προτεραιότητα είναι η ελαχιστοποίηση της ποσότητας των παραγόμενων στερεών απορριμμάτων με υλοποίηση πολιτικής που περιλαμβάνει δράσεις μείωσης των απορριμμάτων (πχ μείωση όγκου συσκευασιών). Μπορεί αυτή η μέθοδος της μείωσης - πρόληψης να λύσει όλο το πρόβλημα; Όχι βέβαια. Ένα μέρος μόνον της παραγωγής των απορριμμάτων μπορεί να αποφευχθεί.
Η δεύτερη κατά σειρά προτεραιότητας μέθοδος είναι η επαναχρησιμοποίηση (με πιθανή ανακατασκευή-επισκευή) όσων αστικών απορριμμάτων μπορούν να εισέλθουν ξανά στον οικονομικό κύκλο και να μην καταλήγουν στις χωματερές. Μπορούν αυτές οι δύο μέθοδοι της μείωσης - πρόληψης και της επαναχρησιμοποίησης να λύσουν όλο το πρόβλημα; Και πάλι όχι. Ένα μέρος μόνον της παραγωγής των απορριμμάτων μπορεί να αποφευχθεί και να επαναχρησιμοποιηθεί.
Τρίτη μέθοδο κατά σειρά προτεραιότητας αποτελεί η ανακύκλωση όσων απορριμμάτων μπορούν να ανακυκλωθούν (χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο, κάποια πλαστικά, διάφορα μέταλλα κλπ) συμπεριλαμβανομένης και της παραγωγής κομπόστ - λιπάσματος από τα οργανικά απορρίμματα (κομποστοποίηση – λιπασματοποίηση). Μπορούν αυτές οι τρεις μέθοδοι της μείωσης – πρόληψης, της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης-κομποστοποίησης να λύσουν όλο το πρόβλημα; Όλο όχι, αλλά μπορούν να αντιμετωπίσουν περίπου το 90% του προβλήματος. Διότι τόσο είναι το ποσοστό των απορριμμάτων που μπορεί να αποφευχθεί, να επαναχρησιμοποιηθεί και να ανακυκλωθεί-κομποστοποιηθεί.
Στο σημείο αυτό και πριν περάσουμε στην τέταρτη μέθοδο, υπεισέρχεται ένα ακόμη θεμελιώδες δεδομένο, που και αυτό συνήθως διαφεύγει ή και επιμελώς αποκρύπτεται στο δημόσιο διάλογο. Είναι το γεγονός ότι εάν το 90% των ΑΣΑ αντιμετωπισθεί με τις τρεις προαναφερόμενες μεθόδους, τότε δεν απομένει τίποτα που να μπορεί να οδηγηθεί στα εργοστάσια θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ της τέταρτης μεθόδου, σε όποια της παραλλαγή ή όνομα: θερμική επεξεργασία – καύση – αποτέφρωση – πυρόλυση – αεριοποίηση –παραγωγή ενέργειας κλπ.
Η τέταρτη λοιπόν κατά σειρά προτεραιότητας μέθοδος των εργοστασίων θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ προϋποθέτει την πλήρη αποτυχία των τριών πρώτης προτεραιότητας μεθόδων: της μείωσης – πρόληψης, της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης-κομποστοποίησης.
Ως πέμπτη και τελευταία κατά σειρά προτεραιότητας μέθοδος ιεραρχείται η διάθεση των ΑΣΑ σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ). Η μέθοδος των ΧΥΤΑ αποτελεί τη χειρότερη λύση, αλλά γίνεται δεκτή προσωρινά (σε μεταβατική φάση), προκειμένου να σταματήσει άμεσα η λειτουργία των ανεξέλεγκτων χωματερών, των λεγομένων ΧΑΔΑ: χώροι ανεξέλεγκτης διάθεσης απορριμμάτων.
Στην πέμπτη μέθοδο εντάσσονται και οι χώροι υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ). Όμως στην ουσία δεν αποτελούν ξεχωριστή μέθοδο, αλλά συμπληρωματική των τεσσάρων πρώτων μεθόδων. Και αυτό γιατί όποια μέθοδος και αν ακολουθηθεί, πάντα απομένουν κάποια υπολείμματα, που δεν μπορούν να υποστούν καμία περαιτέρω επεξεργασία και άρα πρέπει να οδηγηθούν σε ΧΥΤΥ. Αυτά όμως μπορούν να είναι αδρανή υλικά, άρα ακίνδυνα και γι’ αυτό οι ΧΥΤΥ καμία σχέση δεν έχουν με τους ΧΥΤΑ (η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεωρεί ότι μόνο τα μη ανακτήσιμα και αδρανή απόβλητα πρέπει να γίνονται δεκτά σε ΧΥΤΥ). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι αν ένας ΧΥΤΑ κατασκευάζεται για να έχει 30 χρόνια ζωής, τότε ένας ίδιος ΧΥΤΥ θα έχει 300 χρόνια ζωής αν πχ δέχεται ως υπολείμματα το 10% των ΑΣΑ, που απομένουν μετά τις όποιες επεξεργασίες.
Τι σχέση έχουν αυτές οι μέθοδοι με την πολυαναφερόμενη πράσινη ανάπτυξη;
Για να εξετασθεί η σχέση των μεθόδων διαχείρισης ΑΣΑ με την πράσινη ανάπτυξη, χρειάζεται να είναι ξεκάθαρο τι εννοούμε με αυτόν τον όρο. Η έννοια της πράσινης ανάπτυξης έχει υποστεί διάφορες στρεβλώσεις (όπως και τόσες άλλες έννοιες), τόσο από αυτούς που θεωρούν ότι είναι έννοια – λάστιχο και άρα μπορούν να εντάσσουν σε αυτήν επιλογές κατά το δοκούν (ορθότερα κατά το συμφέρον τους), όσο και από αυτούς που θεωρούν ότι αποτελεί πολιτική ή κομματική τους ιδιοκτησία.
Η ανάπτυξη είναι πράσινη όταν στηρίζεται στην ενιαία και αδιαίρετη τριάδα των βασικών της πυλώνων: της οικονομικής ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της προστασίας περιβάλλοντος. Μια πολιτική, ένα σχέδιο, ένα πρόγραμμα, ένα έργο, μια δραστηριότητα είναι πράσινης ανάπτυξης όταν συμβάλλει και στους τρεις πυλώνες. Αν συμβάλλει μόνο στον έναν ή στους δύο πυλώνες, τότε μπορεί να είναι οτιδήποτε άλλο (μπορεί και επιθυμητό κατά τα άλλα), αλλά όχι πράσινης ανάπτυξης.
Εκτός όμως από την έννοια της πράσινης ανάπτυξης, στρεβλώσεις υφίστανται και οι έννοιες των τριών πυλώνων της. Συγκεκριμένα, χρειάζεται να διευκρινισθεί συνοπτικά ότι:
α) η οικονομική ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με την οικονομική μεγέθυνση (πχ η εξοικονόμηση ενέργειας ή χρήση ΑΠΕ μπορεί να μην είναι οικονομική μεγέθυνση, αλλά είναι οικονομική ανάπτυξη)
β) η κοινωνική δικαιοσύνη δεν ταυτίζεται με την κοινωνική συνοχή (πχ η διανομή κάποιου παραγόμενου πλούτου με αναλογία: 60% επιχειρηματικά κέρδη - 40% μισθοί-φόροι κλπ, που εξασφαλίζει κάποιες θέσεις εργασίας, μπορεί να συμβάλλει στην κοινωνική συνοχή, αλλά δεν είναι κοινωνική δικαιοσύνη)
γ) η προστασία του περιβάλλοντος αφορά το περιβάλλον ως σύνολο (και όχι προστασία ενός στοιχείου του περιβάλλοντος αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις σε κάποιο άλλο).
Στο σημείο αυτό χρειάζεται να υπογραμμισθεί ένα ακόμη θεμελιώδες δεδομένο, που και αυτό συνήθως διαφεύγει ή και επιμελώς αποκρύπτεται στο δημόσιο διάλογο. Είναι η έννοια του εξωτερικού κόστους. Πρόκειται για το χρηματικό ποσό που πληρώνεται για την αντιμετώπιση των κοινωνικο-περιβαλλοντικών επιπτώσεων ενός προϊόντος, ενός έργου, μιας διαδικασίας κλπ (όπως ορίζεται από το διεθνώς αποδεκτό πρόγραμμα Externe της Ευρωπαϊκής Επιτροπής). Στο εξωτερικό κόστος ενσωματώνεται η αντιμετώπιση των επιπτώσεων που σχετίζονται (ενδεικτικά για το παρόν θέμα) με την κλιματική αλλαγή, τη δημόσια υγεία, τις επαγγελματικές ασθένειες, τις υλικές ζημίες κλπ. Το εξωτερικό κόστος δεν επιβαρύνει τα επιχειρηματικά κέρδη ούτε ενσωματώνεται στις τιμές των προϊόντων (μέχρι σήμερα), αλλά πληρώνεται από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τους φόρους, που στη συντριπτική τους πλειονότητα καλύπτονται από τους εργαζόμενους και όχι από τα επιχειρηματικά κέρδη. Η αποσιώπηση λοιπόν του εξωτερικού κόστους κατά την οικονομική – κοινωνική - περιβαλλοντική αξιολόγηση των μεθόδων ΑΣΑ αποτελεί θεμελιώδες έλλειμμα στην επιστημονική προσέγγιση. Αντίθετα, ο συνυπολογισμός του εξωτερικού κόστους αποτελεί βασικό συστατικό των λεγόμενων «πράσινων λογαριασμών», που γίνονται στα πλαίσια της πράσινης ανάπτυξης.
Η σχέση λοιπόν, των μεθόδων διαχείρισης των ΑΣΑ με την πράσινη ανάπτυξη, αφορά στον προσδιορισμό της επίδρασης της κάθε μεθόδου στην οικονομική ανάπτυξη, στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην προστασία περιβάλλοντος (στο καθένα χωριστά καθώς και στο σύνολο των τριών).
Ποια είναι η οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση αυτών των μεθόδων και των προτεινόμενων λύσεων;
Η πρώτη μέθοδος της μείωσης – πρόληψης των ΑΣΑ έχει διπλά θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις: αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα μη παραγόμενα ΑΣΑ ως απορρίμματα, αλλά και αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν αυτά τα ΑΣΑ κατά την παραγωγική διαδικασία και μεταφορά τους ως προϊόντα (οι πλαστικές σακούλες των supermarkets, διάφορες συσκευασίες και η κατάργησή τους είναι ενδεικτικά παραδείγματα). Έχει επίσης τριπλά θετικές οικονομικές επιπτώσεις: δυνατότητα μείωσης των τιμών ένεκα αποφυγής περιττών εξόδων (πχ συσκευασίας) με όφελος για τους καταναλωτές, αποφυγή του εξωτερικού κόστους που έχουν αυτά τα ΑΣΑ ως απορρίμματα και ως προϊόντα. Τα παραπάνω οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη εκ των πραγμάτων κατανέμονται κοινωνικά δίκαια.
Η δεύτερη μέθοδος της επαναχρησιμοποίησης των ΑΣΑ (με πιθανή ανακατασκευή-επισκευή αντικειμένων) έχει και αυτή διπλά θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις: αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα επαναχρησιμοποιούμενα ΑΣΑ ως απορρίμματα, αλλά και αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα νέα προϊόντα (που θα αντικαταστούσαν τα μη επαναχρησιμοποιούμενα ΑΣΑ) κατά την παραγωγική διαδικασία και μεταφορά τους (τα έπιπλα είναι ένα ενδεικτικό παράδειγμα). Έχει τετραπλά θετικές οικονομικές επιπτώσεις: α) δυνατότητα εξοικονόμησης εισοδήματος για τους πολίτες (τα επαναχρησιμοποιημένα προϊόντα είναι φθηνότερα), β) αποφυγή του εξωτερικού κόστους που έχουν αυτά τα ΑΣΑ ως απορρίμματα, γ) αποφυγή του εξωτερικού κόστους, ένεκα των επιπτώσεων των νέων προϊόντων, που δεν θα παραχθούν και δ) δημιουργία νέων θέσεων εργασίας σε τοπικό επίπεδο. Τα παραπάνω οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη εκ των πραγμάτων κατανέμονται κοινωνικά δίκαια και με αυτήν τη μέθοδο.
Η τρίτη μέθοδος της ανακύκλωσης (συμπεριλαμβανομένης της κομποστοποίησης-λιπασματοποίησης) έχει και αυτή διπλά θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις: αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα ανακυκλωμένα ΑΣΑ ως απορρίμματα, αλλά και αποφυγή των επιπτώσεων που θα είχαν τα νέα προϊόντα, που δεν αξιοποιούν τα ανακυκλώσιμα υλικά των ΑΣΑ (ενδεικτικά παραδείγματα είναι το χαρτί, γυαλί, αλουμίνιο). Οι όποιες εκπομπές ρύπων κατά την ανακύκλωση και μηχανική – βιολογική επεξεργασία είναι αμελητέες. Οι θετικές οικονομικές επιπτώσεις είναι πολύ μεγάλες (μείωση εξωτερικού κόστους, νέες θέσεις εργασίας) και ιδίως στον τομέα της εξοικονόμησης πόρων (πρώτες ύλες και ενέργεια). Ενδεικτικά αναφέρεται ότι, με την ανακύκλωση υλικών εξοικονομείται ενέργεια από 50% (περίπτωση χαρτιού) μέχρι και 95% (περίπτωση αλουμινίου), που ξοδεύεται όταν κατασκευάζονται νέα υλικά από νέες πρώτες ύλες. Από το οργανικό υλικό που απομένει μπορεί να παραχθεί προϊόν για χρήση στη γεωργία ή ως εδαφοβελτιωτικό.
Το συνολικό κόστος επεξεργασίας των ΑΣΑ με αυτήν τη μέθοδο ανέρχεται περίπου στα 35 ευρώ ανά τόνο ΑΣΑ (ΣΣ: τα αναφερόμενα κόστη είναι ενδεικτικά και παρουσιάζονται μόνο για λόγους σύγκρισης), αν η μονάδα ιδρυθεί και λειτουργήσει από δημόσιο ή αυτοδιοικητικό φορέα, μη λαμβάνοντας υπόψη τα έσοδα από την πώληση και επιδότηση των ανακτώμενων υλικών και του παραγόμενου κομπόστ. Το κόστος ανεβαίνει στα 55 ευρώ ανά τόνο, αν η μονάδα ιδρυθεί και λειτουργήσει από ιδιωτική επιχείρηση (ΤΕΕ, «Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων στην Ελλάδα», 2006). Τα παραπάνω οικονομικά και περιβαλλοντικά οφέλη μπορούν να κατανέμονται κοινωνικά δίκαια εφόσον η διαχείριση δεν γίνεται από ιδιωτική επιχείρηση.
Η τέταρτη μέθοδος της θερμικής επεξεργασίας – καύσης – αποτέφρωσης – πυρόλυσης – αεριοποίησης των ΑΣΑ έχει μεν θετικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις ένεκα της αποφυγής των επιπτώσεων που θα είχαν τα ΑΣΑ αν οδηγούνταν σε χωματερή, αλλά οδηγεί σε νέες αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις που αφορούν στην εκπομπή αέριων ρύπων, μετάλλων και ιδίως διοξινών και φουρανίων (τοξικές ουσίες, που μπορούν να προκαλέσουν μεταλλάξεις και τερατογενέσεις), καθώς και πολυαρωματικών ενώσεων (ουσίες καρκινογόνες και μεταλλαξιγόνες). Παρά την υπάρχουσα τεχνολογία αντιρύπανσης, καμία εγγύηση δεν υπάρχει για 100% απόδοση, ούτε βέβαια για την αποφυγή ατυχήματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι η καύση απορριμμάτων είναι υπεύθυνη στο μεγαλύτερο ποσοστό παγκόσμια για τις εκπομπές διοξινών και φουρανίων στον αέρα και ιδίως σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, Καναδάς, ΗΒ, Ολλανδία, Δανία, Ελβετία, Ιαπωνία κλπ (UNEP, Dioxin and Furan Inventories, 1999).
Οι οικονομικές επιπτώσεις αυτής της μεθόδου είναι αρνητικές και πολύ μεγάλες, αφού το συνολικό κόστος επεξεργασίας μπορεί να φθάσει (ανάλογα με την τεχνολογία) στα 130 ευρώ ανά τόνο ΑΣΑ (περίπου τετραπλάσιο κόστος σε σχέση με την ανακύκλωση), αν η μονάδα ιδρυθεί και λειτουργήσει από δημόσιο ή αυτοδιοικητικό φορέα. Επειδή λοιπόν οικονομικά η επένδυση είναι απαγορευτική για το δημόσιο και την αυτοδιοίκηση (ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης), προωθείται η λύση της ίδρυσης και λειτουργίας σχετικών μονάδων από ιδιωτικές επιχειρήσεις, οπότε το συνολικό κόστος επεξεργασίας μπορεί να φθάσει (ανάλογα με την τεχνολογία) στα 240 ευρώ ανά τόνο ΑΣΑ (ΤΕΕ, ό.π.). Δηλαδή, η λύση της θερμικής επεξεργασίας των ΑΣΑ από ιδιωτική επιχείρηση είναι περίπου 7 φορές ακριβότερη από τη λύση της ανακύκλωσης από δημόσιο ή αυτοδιοικητικό φορέα.
Αναφέρεται το γεγονός της παραγωγής ενέργειας με τη μέθοδο αυτή και μάλιστα αντιμετωπίζεται ως ΑΠΕ (ανανεώσιμη πηγή ενέργειας), οπότε τυγχάνει και σχετικών οικονομικών προνομίων. Αποκρύπτεται όμως, ότι το εξωτερικό κόστος (υπολογιζόμενο σε ευρώ ανά κιλοβατώρα) παραγωγής ενέργειας με αυτή τη μέθοδο είναι όσο και το εξωτερικό κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με λιγνίτη!
Η τέταρτη λοιπόν μέθοδος οδηγεί σε οικονομικά και περιβαλλοντικά βάρη, που πληρώνουν οι πολίτες (διαμέσου των ιδιαίτερα αυξημένων δημοτικών τελών για τη διαχείριση των ΑΣΑ και των φόρων που αντιστοιχούν στο εξωτερικό κόστος) και σε κέρδη για την επιχείρηση, που θα αναλάβει τη διαχείριση των ΑΣΑ.
Η πέμπτη μέθοδος της διάθεσης των ΑΣΑ σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) έχει γνωστές αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (που αφορούν στο έδαφος, νερά και αέρα), καθώς και αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις (απαξίωση γης, πτώση βιοτικού επιπέδου κλπ) για τους κατοίκους των γύρω περιοχών. Τα οικονομικά και περιβαλλοντικά βάρη της μεθόδου πληρώνουν οι πολίτες διαμέσου των δημοτικών τελών για τη διαχείριση των ΑΣΑ και των φόρων που αντιστοιχούν στο εξωτερικό κόστος.
Συμπερασματικά
Μια πολιτική ολοκληρωμένης διαχείρισης των αστικών στερεών απορριμμάτων (ΑΣΑ) με το χαμηλότερο κόστος, με τις περισσότερες νέες θέσεις εργασίας, με την αποτελεσματικότερη προστασία του περιβάλλοντος και με κοινωνικά δίκαιη κατανομή του παραγόμενου πλούτου από τα ΑΣΑ (δηλαδή, μια πολιτική πράσινης ανάπτυξης) είναι αυτή που υλοποιείται με δημόσια-αυτοδιοικητική διαχείριση των ΑΣΑ και που βασίζεται στους τρεις άξονες: μείωση-πρόληψη, επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση, έτσι ώστε μια πολύ μικρή ποσότητα αδρανών απορριμμάτων να καταλήγει σε χώρο υγειονομικής ταφής υπολειμμάτων (ΧΥΤΥ).
Επιπλέον, αυτή η πολιτική πράσινης διαχείρισης των ΑΣΑ αποτελεί μηχανισμό ανύψωσης του πολιτισμικού επιπέδου των πολιτών καλλιεργώντας τη συλλογικότητα, την ηθική και τις αξίες του «Εμείς» σε αντίθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία του ατομισμού, του «Εγώ», που ενισχύεται ακόμα περισσότερο με πολιτικές κερδοσκοπικής διαχείρισης των ΑΣΑ σε βάρος του κοινωνικού συνόλου.
Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχολιάστε γράψτε την γνώμη σας, συμπαραταχθείτε...